- κάταγμα
- Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε εξωτερική βία) και σε παθολογικάαυτόματα· τα τελευταία συμβαίνουν σε τμήματα του σκελετού, τα οποία ήδη πάσχουν στη δομή τους, ώστε η ενδεχόμενη βία μπορεί να είναι ελάχιστη ή να περάσει απαρατήρητη. Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ενός κ. παίζει η βία, η οποία μπορεί να ασκηθεί είτε άμεσα είτε έμμεσα με την παρεμβολή άλλου περισσότερο ανθεκτικού οστού. Επίσης στην ασκούμενη βία προστίθεται πάντα η δράση των μυών που καταφύονται στο σχετικό οστό· στη δράση αυτών των μυών οφείλεται συχνά η μετατόπιση των άκρων του οστού στο σημείο του κ. από τη φυσιολογική τους θέση. Σπανιότερα, ένα κ. μπορεί να προκληθεί μόνο από τη μυϊκή δραστηριότητα (τέτανος, επιληπτικοί σπασμοί κ.ά.). Το κ. συνήθως δεν απειλεί τη ζωή, εκτός αν από τα άκρα του κ. ή από τα θραύσματα του οστού τρωθούν αγγεία, καρδιά, πνεύμονες ή νωτιαίος μυελός. Οποιοδήποτε από τα 206 οστά, τα οποία αποτελούν τον σκελετό, μπορεί να υποστεί κ., συνηθέστερα όμως συμβαίνει στα χέρια και στα πόδια ως αποτέλεσμα πτώσης.
Τα κ. διακρίνονται ακόμα σε μονήρηπολλαπλά καθώς επίσης σε τέλεια και ατελή. Στα τελευταία περιλαμβάνεται το τυπικό κ. (οπότε το οστό σπάει σαν χλωρό ξύλο), που παρατηρείται συχνά στα παιδιά. Στα τέλεια κ. τα άκρα που έχουν υποστεί κ. μπορεί να παραμένουν σε επαφή, να εισδύσει το ένα μέσα στο άλλο (εμπεπαρμένο κ.) ή να υποστούν παρεκτόπιση, η οποία (εκτός από την παραπάνω δράση των μυώνων) μπορεί να οφείλεται και στην ίδια την εξωτερική βία, σε κινήσεις του τραυματισμένου ατόμου ή σε λανθασμένους χειρισμούς της περιοχής του κ. από τρίτους. Όταν τα οστά που έχουν υποστεί κ. διαπερνούν το δέρμα, η περίπτωση αναφέρεται ως ανοιχτό κ., ενώ όταν τραυματίζονται αγγεία, νεύρα ή άλλα γειτονικά όργανα, χαρακτηρίζεται επιπεπλεγμένο κ.
To κ. εκδηλώνεται με πόνο, λειτουργική ανικανότητα του τμήματος που έχει πληγωθεί, παραμόρφωση της αντίστοιχης περιοχής και έκχυση αίματος στους ιστούς. Η μετακίνηση ενός μέλους με τραυματισμένο οστό μπορεί να προκαλέσει δυνατό πόνο και ακόμα μεγαλύτερη βλάβη στο οστό και στους μαλακούς ιστούς που το περιβάλλουν, γι’ αυτό πρέπει πάντα αυτό να ακινητοποιείται πριν μετακινηθεί ο πάσχων. Αν υπάρχει υποψία τραυματισμού της σπονδυλικής στήλης, ο τραυματίας δεν πρέπει να μετακινείται καθόλου, παρά μόνο αν κινδυνεύει άμεσα, μέχρι να καταφτάσει ιατρική βοήθεια. Για τη διάγνωση και τον καθορισμό της θεραπευτικής αντιμετώπισης των κ. βασικό ρόλο έχει η ακτινολογική εξέταση, η οποία επιτρέπει την αναγνώριση της βλάβης και της θέσης των σπασμένων άκρων, παρέχοντας τα απαραίτητα στοιχεία για την εφαρμογή της πρώτης φάσης της θεραπευτικής αγωγής, της ανάταξης· αυτή έχει σκοπό την επαναφορά των σπασμένων άκρων των οστών στη φυσιολογική τους θέση. Μπορεί να γίνει είτε με τα χέρια, με εφαρμογή συνεχούς έλξης με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων βαρών, ελαστικών συστημάτων ή κοχλιών στους μαλακούς ιστούς, είτε απευθείας στα οστά με μεταλλικές βελόνες (βελόνη του Κίρσνερ).
Σε ορισμένες περιπτώσεις η ανάταξη γίνεται με χειρουργική επέμβαση και στη συνέχεια τα τραυματισμένα οστά συγκρατούνται με μεταλλικές πλάκες, κοχλίες, βελόνες, σύρματα κ.ά. Την ανάταξη ακολουθεί η ακινητοποίηση, η οποία συνήθως επιτυγχάνεται με γυψοταινίες. Στο τμήμα που ακινητοποιείται γίνονται οι φυσιολογικές διεργασίες αποκατάστασης της βλάβης, οι οποίες, με τον σχηματισμό του πώρου, θεραπεύουν το κ. Αφού συγκολληθούν τα οστά, μπορεί να επιτραπεί η κίνηση του τμήματος του σκελετού που πάσχει και να χρησιμοποιηθούν όλα εκείνα τα βοηθητικά μέσα που ευνοούν την πάσχουσα περιοχή να επανακτήσει τη φυσιολογική λειτουργικότητά της (φυσιοθεραπεία, γυμναστική κ.ά.).
Η θεραπεία ενός κ. εξαρτάται από τον τύπο της βλάβης, από το αν ενέχονται και άλλα όργανα, από το είδος της θεραπευτικής αγωγής και από την ικανότητα του οργανισμού να σχηματίσει αποτελεσματικό πώρο. Σχετικά με τον τελευταίο παράγοντα, αναφέρεται ότι παθολογικοί πώροι μπορεί να σχηματιστούν όχι μόνο εξαιτίας ανεπαρκούς πρωτεϊνικού μεταβολισμού, αλλοιωμένου μεταβολισμού του ασβεστίου, ανεπάρκειας βιταμινών και άλλων παραγόντων αντίδρασης του οργανισμού αλλά και εξαιτίας υπερβολικού σχηματισμού οστίτη ιστού (υπερενεργής πώρος), που μπορεί να εμπλέκει και νεύρα της περιοχής (επώδυνος πώρος). Μια ιδιαίτερη περίπτωση είναι εκείνη της ψευδάρθρωσης, κατά την οποία τα σπασμένα οστά ενώνονται από ινώδη ιστό και διατηρούν εξαιτίας αυτού μια αφύσικη κινητικότητα.
Ακτινογραφία κατάγματος του βραχιόνιου οστού: η σπειροειδής γραμμή διαιρεί τα δύο σπασμένα άκρα.
Βασικοί τύποι κατάγματος με παρεκτόπιση: 1) παράλληλη μετατόπιση? 2) γωνίωση? 3) στροφή? 4) εφίππτευση. Τα κατάγματα οφείλονται σε τραύματα ή σε παθολογικά αίτια (αυτόματα).
* * *(I)κάταγμα, τὸ (Α)1. το μαλλί που είναι έτοιμο για γνέσιμο2. τούφα μαλλί («τὸ γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως τῆς οἰός,... ἐς μέσην φλόγα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγω «κλώθω»].————————(II)το (Α κάταγμα και κατέαγμα, ιων. τ. κάτηγμα) [κατάγνυμι]ιατρ. η λύση τής συνέχειας ενός οστού, το σπάσιμο οστού («κάταγμα στον αριστερό βραχίονα»)αρχ.1. τεμάχιο, κομμάτι («μικρά κατεάγματα λίθου»)2. η θραύση.
Dictionary of Greek. 2013.